corretaje - ορισμός. Τι είναι το corretaje
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι corretaje - ορισμός


corretaje      
Comercio.
Comisión u honorarios abonados a un mediador como remuneración por sus servicios. Puede ser una cantidad fija o variable, en proporción al volumen. Normalmente viene establecida por un arancel.
corretaje      
corretaje m. *Comisión que cobra un corredor por su gestión.
corretaje      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για corretaje
1. La firma de corretaje bursátil online estadounidense Ameritrade Holding Corporation adquirirá a su rival TD Waterhouse USA, la filial de corretaje del canadiense Toronto–Dominion Bank, que integra el TD Bank Financial Group, informaron hoy las empresas.
2. Y con el realismo que le caracteriza optó por sacar la bandeja y poner la mayor compañía de corretaje del mundo en manos de Bank of America.
3. Y para reducir costes, el banco está realizando ajustes de plantilla en su negocio de mercados de capitales y corretaje.
4. Su papá, Manuel, es empleado de una empresa naviera; y Elsa, su mamá, hace corretaje de bebidas.
5. La transacción no incluye la división de corretaje AG Edwards ni la de gestión de activos (Evergreen Investments), que seguirán bajo control de Wachovia.
Τι είναι corretaje - ορισμός